ξίμβαι

ξίμβαι
ξίμβαι (Α)
(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρίμβαι — αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιαὶ μεγάλαι ἄμεινον δὲ διὰ τοῡ ξ ξίμβαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί ξίμβαι] …   Dictionary of Greek

  • σίδη — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου στη Λακωνία, μετά το ακρωτήριο Μαλέα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία πήρε το όνομά της από μια Δαναΐδα, προς τιμή της οποίας ιδρύθηκε. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”